Σίτιση με αγάπη: δύο αρχές ανταποκρινόμενης σίτισης για βρέφη & παιδιά

Written by

Γράφει: Συμεών Μπάτζιος, Β.Sc., M.Sc.
Εργοθεραπευτής, Εξειδικευμένος στην Παιδιατρική Σίτιση
__________________________________________________________________________________________________

Η σίτιση ενός παιδιού είναι κάτι πολύ περισσότερο από την παροχή τροφής. Για τους γονείς και την οικογένεια αποτελεί μια πράξη φροντίδας, αγάπης και συντροφικότητας∙ έναν τρόπο να εκφράσουν «είμαι εδώ για σένα». Ωστόσο, η καθημερινότητα με τους έντονους ρυθμούς της, οι κοινωνικές πιέσεις γύρω από το πώς «πρέπει» να τρέφεται ένα παιδί και οι υψηλές προσδοκίες συχνά μετατρέπουν το τραπέζι σε χώρο άγχους και πίεσης.

Η φιλοσοφία της ανταποκρινόμενης σίτισης (responsive feeding)

προτείνει έναν διαφορετικό δρόμο: να ακούμε τα σήματα του παιδιού, να εμπιστευόμαστε τον ρυθμό και τις ικανότητές του, και να βλέπουμε το φαγητό ως πεδίο σχέσης, ασφάλειας και ενδυνάμωσης (Rowell et al., 2023). Δεν πρόκειται για μια «συνταγή επιτυχίας», αλλά για έναν τρόπο να σταθούμε δίπλα στο παιδί με σεβασμό και ενσυναίσθηση.

Βασικές αρχές της ανταποκρινόμενης σίτισης:

1_Αυτονομία – Σεβασμός στο Σώμα και στις Επιλογές του Παιδιού

Η σίτιση είναι μια ευαίσθητη διαδικασία που αφορά το σώμα και τον προσωπικό χώρο του παιδιού, οπότε η αυτονομία στο τραπέζι θεωρείται για τους υποστηρικτές της ανταποκρινόμενης σίτισης ως ένα θεμελιώδες και αναφαίρετο δικαίωμα του παιδιού. Η αυτονομία σημαίνει ότι το παιδί έχει λόγο και έλεγχο πάνω στο σώμα του και στις τροφές που επιλέγει να αγγίξει, να μυρίσει ή να δοκιμάσει. Σημαίνει επίσης ότι του επιτρέπουμε τον χώρο για να εκφράζει τι θέλει και τι όχι, με λόγια ή με κινήσεις. Όταν αυτά τα σήματα λαμβάνονται υπόψη, το παιδί αισθάνεται ότι γίνεται σεβαστό και ότι μπορεί να εμπιστευθεί τη διαδικασία.

Στην πράξη, όλοι οι γονείς μπορεί κάποια στιγμή να καταφύγουν σε πιέσεις ή «τρικ» για να φάει το παιδί λίγο παραπάνω ή να δοκιμάσει μια νέα τροφή∙ αυτό είναι απολύτως κατανοητό στην προσπάθεια ενός γονέα να πλοηγηθεί στην σημερινή πολυπλοκότητα της παιδικής σίτισης και διατροφής. Ωστόσο, η έρευνα μας δείχνει ότι οι στρατηγικές πίεσης συχνά δεν έχουν τα αποτελέσματα που περιμένουμε. Πιο συγκεκριμένα, η πίεση στο φαγητό:

  • Συνδέεται με μειωμένη προτίμηση για τα φαγητά που πιέστηκαν τα παιδιά να φάνε και με χαμηλότερη συνολική πρόσληψη (Galloway et al., 2006).
  • Επίσης, διαχρονικά δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι παιδιά που δέχονται περισσότερη πίεση τείνουν να έχουν χαμηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος και όχι υψηλότερο, γεγονός που δείχνει ότι η πίεση δεν αυξάνει το βάρος αλλά μάλλον υπονομεύει την πρόσληψη (Ventura & Birch, 2008).

Όταν οι ενήλικες αγνοούν ή παρακάμπτουν τα επικοινωνιακά σημάδια του παιδιού — είτε με άμεσο καταναγκασμό (π.χ. κράτημα κεφαλιού, πίεση στη γνάθο, σφήνωμα του κουταλιού) είτε με πιο «ήπια» τεχνάσματα όπως παιχνίδια, ανταμοιβές ή υπερβολική επιβράβευση — η εμπειρία της σίτισης μπορεί να γίνει επισφαλής και υπάρχει κίνδυνος να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη. Αντίθετα, όταν δίνουμε στο παιδί χώρο να αποφασίσει το ίδιο αν και πόσο θα φάει, καλλιεργούμε μια αίσθηση ασφάλειας που το βοηθάει να αναπτύξει σταδιακά δεξιότητες και περιέργεια γύρω από το φαγητό.

Πώς μπορούμε να στηρίξουμε την αυτονομία πρακτικά;

  • σεβόμαστε τα λεκτικά και μη λεκτικά σήματα έκφρασης αυτονομίας του παιδιού.
  • αποδεχόμαστε το «όχι» και τα όρια του παιδιού χωρίς τιμωρίες, σχόλια ή αρνητικές συνέπειες.
  • δίνουμε επιλογές & ελευθερία (π.χ. να πιάσει το φαγητό με τα χέρια του, να αποφασίσει ποιο κομμάτι θα δοκιμάσει).
  • λαμβάνουμε υπόψη τον χαρακτήρα, τις αισθητηριακές ευαισθησίες & τις ικανότητες του κάθε παιδιού.

2_Εσωτερικό Κίνητρο – Καλλιέργεια της περιέργειας και της φυσικής ροπής προς το φαγητό

 Τα παιδιά τρώνε για διάφορους λόγους και με διαφορετικά κίνητρα:

  • για να βιώσουν άνεση και απόλαυση,
  • να γεμίσουν το σώμα τους ενέργεια,
  • να εξερευνήσουν καινούργιες εμπειρίες,
  • να συμμετάσχουν στις κοινωνικές & πολιτισμικές πρακτικές της οικογένειας, του σχολείου, της κοινότητας

‘Oταν προσφέρουμε στο παιδί πολλές ευκαιρίες για την καλλιέργεια του δικού του εσωτερικού κινήτρου, τότε τα γεύματα καταγράφονται ως θετικές εμπειρίες και το παιδί εμπλέκεται σε αυτά, με περιέργεια και ενδιαφέρον.

Η ανταποκρινόμενη σίτιση βασίζεται στην πεποίθηση ότι τα παιδιά θέλουν και μπορούν να τα πάνε καλά με το φαγητό όταν αισθάνονται ασφαλή. Το εσωτερικό κίνητρο αναπτύσσεται όταν έχουν την ελευθερία να ακούν το σώμα τους και να καθοδηγούνται από τα δικά τους σήματα πείνας, κορεσμού και ενδιαφέροντος. Αυτό σημαίνει ότι τους επιτρέπεται να βιώσουν την αίσθηση της πείνας και να την επικοινωνήσουν και αντίστοιχα κατά τη διάρκεια του γεύματος — τους επιτρέπεται να βιώσουν τον κορεσμό και βάσει αυτού να λήξουν το γεύμα.

Με την υποστήριξη του παιδιού να έρθει σε επαφή με το σώμα του και να το “ακούσει”  το διευκολύνουμε στη διαδικασία να έρθει σε επαφή με τις σωματικές του αισθήσεις ώστε να νοηματοδοτήσει την «πείνα» και τον «κορεσμό». Είναι μια διαδικασία που θέλει υπομονή και χρόνο.

Ένα παράδειγμα παρεμπόδισης αυτής της διαδικασίας είναι, όταν το παιδί επικοινωνεί  ότι τελείωσε το γεύμα για εκείνο πχ: σταματάει να τρώει, σπρώχνει το πιάτο, κλείνει το στόμα και δεν δέχεται το κουτάλι, κρατάει για πολύ ώρα το φαγητό στο στόμα, κοιτάζει αλλού,  ενώ ο γονέας «προσπαθεί για λίγες μπουκιές παραπάνω», επιστρατεύοντας παιχνίδια και αποσπάσεις, ταΐζοντας ο/η ίδιος/α, χρησιμοποιώντας απειλές ή ανταλλάγματα.

Οι έρευνες υποστηρίζουν ότι σχεδόν όλα τα παιδιά διαθέτουν από τη φύση τους την ικανότητα να ρυθμίζουν την πρόσληψη τροφής τους, εφόσον το περιβάλλον τους στηρίζει αυτή τη διαδικασία (Russell & Russell, 2025). Όταν ένα παιδί νιώθει ότι δεν πιέζεται και ότι γίνεται αποδεκτό όπως είναι, μπορεί να επανασυνδεθεί με το φυσικό του κίνητρο να φάει — τη φυσική περιέργεια, τη χαρά της εξερεύνησης και την αίσθηση ικανότητας. Εξάλλου τα παιδιά μαθαίνουν να τρώνε βλέποντας τους άλλους να τρώνε, μέσω της κοινωνικής μίμησης και μάθησης (Paroch et al., 2017). Αυτή η πηγαία κοινωνική διάσταση του φαγητού αποτελεί για πολλά παιδιά ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για να φάνε, χωρίς να χρειάζονται κάποιου είδους επιπλέον εξωτερική ώθηση.

Όταν η σίτιση καθοδηγείται κυρίως από εξωτερικά κίνητρα —όπως ανταμοιβές, πειθώ ή φόβος για «αρνητικές συνέπειες»— το παιδί μπορεί προσωρινά να φάει περισσότερο, αλλά μαθαίνει να αγνοεί τα εσωτερικά του σήματα. Με τον καιρό, αυτό υπονομεύει τη σχέση του με το φαγητό και περιορίζει τη βιωμένη αίσθηση ελέγχου και ασφάλειας. Αντίθετα, η καλλιέργεια του εσωτερικού κινήτρου οδηγεί σε πιο βιώσιμες αλλαγές και σε μια σχέση με το φαγητό που βασίζεται στη χαρά, την εμπιστοσύνη και την περιέργεια — ακόμη και όταν το ρεπερτόριο τροφών είναι περιορισμένο.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει να μετακινούμαστε από το ερώτημα «Πώς θα κάνω το παιδί να φάει;» στο «Τι εμποδίζει το παιδί να αισθανθεί ασφάλεια και ενδιαφέρον γύρω από το φαγητό;». Σημαίνει επίσης να αναγνωρίζουμε ότι το άγχος —του παιδιού αλλά και του γονέα— επηρεάζει άμεσα την ικανότητα του παιδιού να ακούσει το σώμα του. Ορισμένες φορές, οι γονείς χρειάζονται υποστήριξη ώστε να αισθανθούν άνετα να επιτρέψουν στο παιδί τους να καθοδηγείται από τα δικά του εσωτερικά κίνητρα, χωρίς ενοχές ή υπερβολική ανησυχία για τη διατροφή και την πρόσληψη.

Πώς μπορούμε να στηρίξουμε το εσωτερικό κίνητρο πρακτικά;

  • δημιουργούμε θετικά, χωρίς πίεση γεύματα, όπου το παιδί αισθάνεται ασφάλεια και αποδοχή ανεξάρτητα από το τι και πόσο τρώει.
  • δίνουμε χρόνο στο παιδί να ρυθμίσει και να κατανοήσει εκ νέου τα σήματα πείνας και κορεσμού του — για παιδιά που έχουν συνηθίσει διαχρονικά να ρυθμίζεται η ποσότητα που τρώνε από εξωτερική, γονεϊκή καθοδήγηση, αυτή είναι μια διαδικασία που μπορεί να πάρει εβδομάδες ή και μήνες.
  • εντάσσουμε ευκαιρίες εξερεύνησης φαγητού σε φυσικά και ουσιαστικά πλαίσια (π.χ. ψήνουμε μαζί, κόβουμε φρούτα, μαζεύουμε βότανα ή φτιάχνουμε κεράσματα για το κατοικίδιο)
  • στηρίζουμε τους γονείς ώστε να κατανοήσουν τη φυσιολογική ποικιλία στην όρεξη, στα μεγέθη μερίδων και στους ρυθμούς των παιδιών.
  • αν υπάρχει δυσκολία στη ρύθμιση (π.χ. λόγω αισθητηριακών διαφορών ή φαρμάκων), παρέχουμε εξωτερική υποστήριξη όπως τακτικά γεύματα, οπτικά προγράμματα ή υπενθυμίσεις, με στόχο τη σταδιακή ενίσχυση της αυτορύθμισης.

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως η σίτιση ενός παιδιού είναι κάτι πολύ περισσότερο από την παροχή τροφής. Για τους γονείς και την οικογένεια αποτελεί μια πράξη φροντίδας, αγάπης και συντροφικότητας∙ έναν τρόπο να εκφράσουν «είμαι εδώ για σένα». Ας διαφυλάξουμε αυτή την σχέση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Galloway, A. T., Fiorito, L. M., Francis, L. A., & Birch, L. L. (2006). ‘Finish your soup’: counterproductive effects of pressuring children to eat on intake and affect. Appetite, 46(3), 318–323. https://doi.org/10.1016/j.appet.2006.01.019

Paroche, M. M., Caton, S. J., Vereijken, C. M. J. L., Weenen, H., & Houston-Price, C. (2017). How Infants and Young Children Learn about Food: A systematic review. Frontiers in Psychology, 8. https://doi.org/10.3389/fpsyg.2017.01046

 Rowell, K., Moreland, H., Wong, G., Cormack, J. L., & Berry, J. (2023, March). Values and Practice: Responsive Feeding Therapy (White Paper, Version 2). Responsive Feeding Pro. https://responsivefeedingpro.com/wp-content/uploads/2023/03/WhitePaperVersion.2.pdf

 Russell, C. G., & Russell, A. (2025). Appetite self-regulation in childhood: A narrative review and conceptual model of processes and mechanisms with implications for research and practice. Nutrition Reviews, 83(9), 1784–1799. https://doi.org/10.1093/nutrit/nuae220

 Ventura, A. K., & Birch, L. L. (2008). Does parenting affect children’s eating and weight status? International Journal of Behavioral Nutrition and Physical Activity, 5, 15. https://doi.org/10.1186/1479-5868-5-15

 

Last modified: 31 Οκτωβρίου, 2025